- τριήμερος
- -η, -ο / τριήμερος, -ον, ΝΜΑ, και τρισήμερος, -ον, Α1. αυτός που έχει ηλικία τριών ημερών («τριήμερο βρέφος»)2. αυτός που διαρκεί τρεις ημέρες (α. «τριήμερη αποβολή από το σχολείο» β. «τῇ τριημέρῳ αὐτοῡ ἐγέρσει», Κ. Πορφ.)3. το ουδ. ως ουσ. το τριήμερο(ν)χρονικό διάστημα τριών ημερών («κατὰ τριήμερον», Αριστοτ.)νεοελλ.φρ. «τριήμερος πυρετός»ιατρ. καλοήθης ίωση, οφειλόμενη σε ιό ο οποίος μεταδίδεται με το τσίμπημα τού εντόμου Phlebotomus pappatasii, που ζει σε σπίτια στις παραμεσόγειες χώρες.επίρρ...τριημέρως ΜΑεπί τρεις ημέρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- / τρισ- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. πενθ-ήμερος].
Dictionary of Greek. 2013.